στενώσῃς

στενώσῃς
στενάζω
sigh deeply
fut part act fem dat pl (epic)
στενόω
straiten
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Φαλό — ο, Ν φρ. α) «τετραλογία τού Φαλό» ιατρ. συγγενής διαμαρτία διαπλάσεως τής καρδιάς, κυανωπική καρδιοπάθεια, που χαρακτηρίζεται από μεσοκοιλιακή επικοινωνία, υπερτροφία τής δεξιάς κοιλίας, στένωση τής πνευμονικής αρτηρίας και παρεκτόπιση τής αορτής …   Dictionary of Greek

  • αγγειοπλαστική — I (Τεχν.).Η κατασκευή αγγείων από πηλό ή άλλη ύλη. Είναι μία από τις αρχαιότερες τέχνες (τα πρώτα αγγεία χρονολογούνται από την 11η χιλιετία π.Χ.). Στην αρχή, η α. σκόπευε να καλύψει απλώς τις οικιακές ανάγκες. Γρήγορα, όμως, αρχίζει η… …   Dictionary of Greek

  • αναγωγή — Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία,… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • κολποπλαστική — η ιατρ. η δημιουργία τεχνητού κόλπου σε περιπτώσεις συγγενούς απλασίας ή σημαντικής στένωσης τού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colpoplasty < colpo (< κόλπος) + plasty (< γαλλ. plastie < πλαστία < πλάστης <… …   Dictionary of Greek

  • μπαϊπάς — το άκλ. ιατρ. παρακαμπτήρια οδός τής κυκλοφορίας τού αίματος με χειρουργική τοποθέτηση μοσχεύματος, τού οποίου τα άκρα αναστομώνονται ψηλότερα και χαμηλότερα από το σημείο στένωσης ή απόφραξης αιμοφόρου αγγείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν.… …   Dictionary of Greek

  • προσυστολικός — ή, ο, Ν [προσυστολή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσυστολή 2. αυτός που συμβαίνει κατά την προσυστολή 3. φρ. «προσυστολικό φύσημα» φύσημα τού οποίου η ακρόαση είναι σημείο στένωσης τής μητροειδούς βαλβίδας τής καρδιάς …   Dictionary of Greek

  • πυλωρικός — ή, ό / πυλωρικός, ή, όν, ΝΑ (για σχηματισμό ή πάθηση) ο σχετικός με τον πυλωρό τού στομάχου νεοελλ. φρ. α) «πυλωρικό άντρο» ανατ. το χαμηλότερο μέρος τού στομάχου β) «πυλωρική αρτηρία» ανατ. κλάδος τής ηπατικής αρτηρίας γ) «πυλωρική στένωση» ιατρ …   Dictionary of Greek

  • πυλωρομυοτομή — η, Ν υποβλεννογόνια διατομή τού υπερτροφικού σφιγκτήρα τού πυλωρού σε όλο το πάχος του για τη θεραπεία τής πυλωρικής στένωσης τών νεογέννητων …   Dictionary of Greek

  • τραχειοτομία — η, Ν ιατρ. εγχειρητική διάνοιξη τής τραχείας και εισαγωγή τραχειοσωλήνα για παράκαμψη στένωσης ή απόφραξης τού λάρυγγα ή σε περιπτώσεις που απαιτούν παρατεταμένη σύνδεση με συσκευή τεχνητής αναπνοής και αναρρόφηση τών τραχειοβρογχικών εκκρίσεων.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”